-
1 ἡλικία
ἡλικία, ἡ, das Lebensalter; ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il. 22, 419, wo also das Greisenalter gemeint ist, wie ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. Lach. 180 d; ληρεῖν ὑφ' ἡλικίας Luc. de laps. in salt. 1 (s. auch unten); ἁλικίας γηραιὸν μέρος Pind. P. 4, 157; aber auch ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πολιαὶ ϑαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Ol. 4, 29; ἐπεὶ δὲ ἔχοιεν τὴν ἡλικίαν, ἥνπερ σὺ νῦν ἔχεις ἤδη Xen. Cyr. 1, 6, 34; vgl. Her. ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα, fünfunddreißig Jahre alt, 1, 26; allgemein, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον 5, 59, dies dürfte dem Alter nach zur Zeit des Laios geschehen sein; 5, 60; οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλικίᾳ, die in demselben Alter stehenden, Thuc. 1, 80; Folgde. Besondere Bestimmungen sind: ἡλικίαν ἔχων τὴν ἄρτι ἐκ παίδων, Xen. Hell. 5, 4, 25; τοὺς μὲν προεληλυϑότας ἤδη ταῖς ἡλικίαις, τοὺς δ' οὔπω ἀκμάζοντας, 6, 1, 4; ἡλικίᾳ ἔτι παῖς ὤν, Thuc. 5, 43. Gew. das Alter männlicher Reise, das kräftigste Alter, wie ἥβη, vom 18. bis 50. Jahre, Her. 3, 36. 7, 18, οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ, Thuc. 8, 75; vgl. Dem. 1, 28; Plut. Them. 10; Plat. Phaedr. 255 a; ἐντὸς τῆς πρεπούσης ἡλικίας Tim. 18 d; πόῤῥω τῆς ἡλικίας, über das Jugendalter hinaus, Gorg. 484 c; οὔπω ἐν ἡλικίᾳ ἦν Charm. 154 a; εἴπερ εἰς ἡλικίαν ἔλϑοι Theaet. 142 d; ἐν ἡλικίᾳ ὄντες μέσῃ τε καὶ καϑεστηκυίᾳ, im gesetzten Alter, Ep. III, 316 c; vgl. Thuc. 2, 36. Von höherem Alter, προϊούσης τῆς ἡλικίας Plat. Phaedr. 279 a; προήκων εἰς βαϑὺ τῆς ἡλικίας Ar. Nubb. 513; – οἱ τῆς ἡλικίας ἐντὸς γεγονότες Lys. 2, 50; öfter bei den Rednern; allgemein, τὰ μικρὸν πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας γεγενημένα Din. 1, 38; ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας Isocr. 4, 167; ἕως εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλικίαν ὁ χρόνος προήγαγεν ἡμᾶς Dem. 60, 11, bis zu dem heutigen Menschengeschlecht, collectivisch wie die unten folgenden Beispiele; daher Menschenalter, πολλαῖς ἔμπροσϑεν ἡλικίαις τοῦ πολέμου Plut. Pericl. 27; mit Bestimmungen, wie ἡλικίαν εἶχεν ἀνδρὶ συνοικεῖν Is. 2, 4, heirathsfähiges Alter, wofür Plut. Rom. 21 αἱ ἐν ἡλικίᾳ γυναῖκες sagt; Dem. 59, 22 νεωτέρα οὖσα διὰ τὸ μήπω τὴν ἡλικίαν αὐτῇ παρεῖναι; Aesch. 1, 182 τὴν ϑυγατέρα διεφϑαρμένην καὶ τὴν ἡλικίαν οὐ καλῶς διαφυλάξασαν μέχρι γάμου, worauf §. 194 folgt ταῖς ἡλικίαις καὶ τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν οὐ καλῶς κεχρημένοι. – Als Collectivum, die Menschen eines gewissen Alters, bes. die waffenfähige Mannschaft, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο Il. 16, 808; ἀστῶν Aesch. Pers. 878; Thuc. 3, 67; ἡλικίας οἵαν οὐχ ἑτέραν ἑώρων ὑπάρχουσαν 8, 1; πᾶσα ἡλικία Plat. Legg. XII, 959 e; Lys. 2, 49 u. Folgde, wie Plut. Fab. 14; dah. Zeitgenosse u. Zeitalter, s. oben. – Auch körperlich wird es von Größe, Wuchs gebraucht, wie man Dem. 40, 56 erkl.: ἧς τῇ μὲν φύσει πατήρ εἰμι, τὴν δ' ἡλικίαν αὐτῆς εἰ ἴδοιτε, οὐκ ἂν ϑυγατέρα μου, ἀλλ' ἀδελφὴν εἶναι αὐτὴν νομίσαιτε; eigtl. aber nur das Alter, so weit man es im Aeußern erkennen kann u. es nach dem Aeußern beurtheilt, vgl. Her. 3, 16. Aber Luc. V. Hist. 1, 40 sagt ἄνδρας μεγάλους ὅσον ἡμισταδιαίους τὰς ἡλικίας; vgl. Plut. Philop. 11; u. so im N. T. προςϑεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν πῆχυν ἕνα, Hatth. 6, 27; Hesych. erkl. μέγεϑος σώμα τος, μέτρον τι. Sogar von Säulen, Luc. D. Syr. 28.
-
2 ἡλικία
ἡλικία, ας, ἡ (Hom.+)① the period of time that one’s life continues, age, time of lifeⓐ gener. of time that is past. Mt 6:27=Lk 12:25 προσθεῖναι ἐπὶ τ. ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα, where acc. to the context the ref. is to someth. insignificant (Lk 12:26 has expressly ἐλάχιστον.—Paus. Attic. ς, 22 evaluates as τὸ ἐλάχιστον the expression σπιθαμὴ τοῦ βίου=a span [the distance between thumb and little finger of the extended hand] of life), may refer to length of life (so Goodsp. Probs. 24–26, following Wetstein), not to bodily size, and πῆχυς is then a measure of time (cp. Hebr. Ps 39:6 and s. πῆχυς). Likew. perh. in the par. Ox 655, 13–15 (GTh 67, 34; Fitzmyer 544) τίς ἄν προσθ‹εί›η| ἐπὶ τὴν εἱλικίαν| ὑμῶν; ‘who could add to your time of life?’ On the other hand, the context also speaks of nourishment and growth, and the saying may be one of the typically bold dominical sayings w. the sense: ‘Who grows by worrying about one’s height?’ (s. 3 below).—Fr. the context, ἡλ. in the sense of ‘age’ can be more closely defined as youthfulness (4 Macc 8:10, 20) IMg 3:1; MPol 3:1, or old age 7:2; 9:2 (cp. 4 Macc 5:6, 11, 36).ⓑ of age gener., including the years lying ahead προκόπτειν ἐν (missing in many mss.) τ. ἡλικίᾳ increase in years (but s. 3 below) Lk 2:52 (cp. SIG 708, 17–19: ins in honor of a young man of Istropolis [II B.C.] [τῇ] τε ἡλικίᾳ προκόπτων καὶ προαγόμενος εἰς τὸ θεοσεβεῖν ὡς ἔπρεπεν αὐτῷ πρῶτον μὲν ἐτείμησεν τοὺς θεοὺς ‘advancing in years and growing in piety as became him, he showed honor first to the gods’; Biogr. p. 266.—On σοφία, ἡλικία, χάρις: AFridrichsen, SymbOsl 6, 1928, 33–38).② the age which is sufficient or requisite for certain things, maturity (Jos., Ant. 1, 68; 2, 230a).ⓐ the age of strength (2 Macc 5:24; 7:27; En 106:1), also of women (αἱ ἐν ἡλ. παρθένοι or γυναῖκες in Hippocr., Pla., Plut.) παρὰ καιρὸν ἡλικίας past the normal age (παρά C3) Hb 11:11 (s. καταβολή 1 and 2 and s. Philo, Abr. 195). Thus fig. Eph 4:13: εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τ. Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι to the measure of the full maturity of Christ, who is a mature person (τέλειος), not a (νήπιος) minor (cp. Diod S 18, 57, 2 εἰς ἡλικίαν ἔρχεσθαι); but s. 3 below.ⓑ the age of legal maturity, majority (oft. in pap) ἡλικίαν ἔχειν be of age (Pla., Euthd. 306d; Plut., Mor. 547a; BGU 168, 5 τοῖς ἀτελέσι ἔχουσι τ. ἡλικίαν) J 9:21, 23.③ bodily stature (Hdt. 3, 16; Pla., Euthd. 271b; Demosth. 40, 56; Diod S 3, 35, 6; Plut., Philop. 362 [11, 2]; Lucian, Ver. Hist. 1, 40; Jos., Ant. 2, 230b) τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν small of stature Lk 19:3. Some scholars hold that Mt 6:27; Lk 12:25 should be listed here (s. Field, Notes, 6f); many would prefer stature for Lk 2:52; Eph 4:13.—B. 956. DELG s.v. ἧλιξ. M-M. TW. Sv. -
3 ἡλικία
A time of life, age, ;γηραιὸν μέρος ἁλικίας Pi.P.4.157
;παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Id.O.4.29
; τήνδ' ἡ. ἀστῶν, i.e. their old age, A.Pers. 914: acc. used adverbially, in age,νέος ἡλικίην Hdt.3.134
; , cf. X.Cyn.2.3: so in dat.,ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος Th.5.43
; προεληλυθότες ταῖς ἡ. X.HG6.1.4; also ὑπὸ τῆς ἡ. from our age, Pl.La. 180d;αἱ δι' ἡλικίαν ἄτοκοι Id.Tht. 149c
; οἱ ἐν τῇ αὐτῆ ἡ. Th.1.80; τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡ. Id.2.44; ὅταν.. τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡ. Pl.R. 461b; πόρρω τῆς ἡ. to an advanced age, Id.Grg. 484c; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡ. Ar. Nu. 514; προϊούσης τῆς ἡ, Pl.Phdr. 279a; ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς beyond one's age, Men.Mon. 690: in pl., ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡ. Pl.R. 412e, cf. Lg. 625b, al.2 prime of life, manhood,ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pi.N.9.42
;αὐτὴ ἡ ἡ. τῶν νέων κατέκρινε Antipho 4.4.2
; ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡ. ἐλθεῖν, ἀφικέσθαι, Pl.Euthd. 306d, Tht. 142d, Men. 89b; ἡλικίην ἔχειν c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.1.209, cf. Pl.Tht. 146b;ἡλικίας μετέχειν Th.7.60
; οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ men of military age, Id.8.75;ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι D.4.7
; ;οἱ τῆς ἡ. ἐντὸς γεγονότες Lys.2.50
; ἡ καθεστηκυῖα ἡ. maturity, Th.2.36, cf. IG12(7).239.21 ([place name] Amorgos); of women, womanhood, marriageable age, Hp.Prorrh.2.30, D.59.22;αἱ ἐν ἡ. γυναῖκες Pl.R. 461b
; : in pl.,οἱ ταῖς ἡ. οὐ καλῶς κεχρημένοι Aeschin.1.194
.II as collective Noun,= οἱ ἥλικες, those of the same age, comrades,ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Il.16.808
, cf. Pi.P.1.74; esp. those of military age,τῆς ἡ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Lys.2.49
, cf. Th.3.67, 8.1, etc.; also, men of any age, παίδων τε καὶ ἀνδρῶν καὶ πάσης ἡ. Pl.Lg. 959e.III time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.5.59, cf. 60, 71;ἡ. τετρακοσίοισι ἔτεσι.. πρεσβυτέρους Id.2.53
.IV age, generation, ἐπὶ τῆς νῦν ἡ. Isoc.4.167; πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡ. Din. 1.38; εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡ. D.60.11; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡ. Plu.Per. 27, cf. D.L.5.37.V of the body, stature, as a sign of age, Hdt. 3.16, Pl.Euthd. 271b, D.40.56;τῇ ἡ. μικρός Ev.Luc.19.3
(but προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡ. πῆχυν ἕνα add a cubit to one's age (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27); ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡ. Luc.VH1.40; height of a pillar, Id.Syr.D.28. -
4 возраст
-а α.ηλικία•дети школьного -а παιδιά σχολικής ηλικίας•
люди одного -а άνθρωποι συνομήλικοι.
εκφρ.на -е – σε ηλικία, ώριμος (συνήθως για γυναίκες). -
5 γόνιμος
γόνιμος, ον, auch γονίμη, 1) zum Zeugen geschickt, zeugungskräftig, μέλεα Eur. El. 1209; φλέψ, Zeugungsglied, Alc. 8 (VI, 218); ἡλικία Hippocr.; φύσις Plat. Legg. VIII, 839 a; ἄτεκνοι καὶ γόνιμοι γυναῖκες Arist. Probl. 4, 2; γόνιμα ᾠά stehen den ὑπηνέμια entgegen, gen. anim. 2, 5; übh. fruchtbar, γύαι poet. bei Plat. Ep. I, 310; ποιητής, schöpferisch, genial, Ar. Ran. 96; τινός, z. B. νέφος ὕδατος γόνιμον Arist. mund. 4; ἡ γῆ πολλῶν ϑηρίων γ. Ael. H. A. 7, 5; so oft übertr. Plut., z. B. ἡ γόνιμος ἁπάσης ἡδονῆς ἀκολασία de superst. 1. – 2) ἔμβρυον, παιδίον, ein zur Geburt reifes Kind, vollkommen ausgewachsen, Arist. H. A. 7, 4, 5. 6. – 3) ἡμέρα, μήν, ἔτος, ungerader Tag, Hippocr., an denen sich die Krankheiten zu entscheiden pflegen; dah. übertr., kritisch, entscheidend, Ggstz ἄγονος. – 4) wie γνήσιος, ächt, wirklich, γόνιμον καὶ ἀληϑές, Ggstz εἴδωλον καὶ ψεῠδος, Plat. Theaet. 150 c; vgl. Rep. II, 367 d.
См. также в других словарях:
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek